- κλαδεύομαι
- κλαδεύομαι, κλαδεύτηκα, κλαδεμένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κουρίζω — (I) κουρίζω (Α) [κούρος (Ι)] 1. είμαι νέος, νεάζω 2. φωνάζω σαν βρέφος 3. γίνομαι ενήλικος, ανδρώνομαι («ἀλλ ὅτε κουρίζουσιν ἑὸν σθένος», Οππ.) 4. ανατρέφω κάποιον από την παιδική ηλικία μέχρι να μεγαλώσει 5. μέσ. (κατά τον Ησύχ.) κουρίζομαι… … Dictionary of Greek